- παράψιμον
- τὸ, Αθέλγητρο, μαγική πράξη που επενεργεί με το άγγιγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἅψις «άγγιγμα» (< ἅπτω) + κατάλ. -ιμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παράψιμον — charm acting by means of touch neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)